Στο πρώτο μέρος της εισαγωγής στον οργονομικό λειτουργισμό αναφερθήκαμε στο δίπολο μηχανικισμού – μυστικισμού, που θεμελίωσε τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, καθώς και σε μία από τις αρχικές παραδοχές του Ράιχ για τη λειτουργία της συγκινησιακής σφαίρας, ότι δηλαδή μπορεί να διερευνηθεί εντός των φυσικών ορίων. Αναφέραμε επίσης και τη στροφή, στις αρχές του 20ού αιώνα, στον ενεργειακό προσανατολισμό των φυσικών φαινομένων. [1]

Η δεύτερη βασική παραδοχή, στην οποία στηρίχθηκε ο οργονομικός λειτουργισμός σε άμεση συνάφεια με το πνεύμα της εποχής, είναι ότι η φυσική λειτουργικότητα είναι στην ουσία ενεργειακή διαδικασία. Εκείνη την εποχή είχαν ήδη αποσαφηνιστεί οι όροι της ισοδυναμίας μάζας και ενέργειας σύμφωνα με την εξίσωση Αϊνστάιν, αλλά δεν είχε λυθεί ακόμα το πρόβλημα της πρωταρχικής τους ύπαρξης, ποιο δηλαδή προηγείται του άλλου. Κανείς φυσικός, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που υποστήριζαν την ύπαρξη του αιθέρα, δεν πρότεινε την ιδέα ότι η μάζα μπορεί να σχηματιστεί από ενέργεια.

Ο Ράιχ στο εργαστήριο.

Γύρω στα 1919 οι αρχικές λειτουργικές υποθέσεις του Ράιχ, συνδεόμενες με τις ενεργειακές θεωρίες της ψυχανάλυσης που ίσχυαν εκείνη την εποχή, τον οδήγησαν σε μία τρίτη λειτουργική υπόθεση: ότι η ψυχική ενέργεια έχει πραγματική υπόσταση. Ως τότε επικρατούσε η άποψη ότι «ποσά ενέργειας», όπως ήταν οι ορμές, επενδύονται σε ιδέες με τον ίδιο τρόπο που οι δυνάμεις της φυσικής ασκούν επίδραση πάνω στα υλικά σώματα. Η συγκινησιακή φόρτιση, δηλαδή, ήταν το αποτέλεσμα της επένδυσης της ορμής  στις ιδέες. Από τις κλινικές παρατηρήσεις του και τις μελέτες της λειτουργίας του οργασμού διαπίστωσε ότι μετά την ενεργειακή εκφόρτιση του οργαστικού σπασμού και την ικανοποίηση που τον συνοδεύει, η ερωτική επιθυμία αποδυναμώνεται και οι σεξουαλικές ιδέες ατονούν. Η λειτουργία της ορμής, δηλαδή το σωματικό-ποσοτικό στοιχείο, ήταν συνυφασμένη με την ηδονή, δηλαδή το ψυχικό-ποιοτικό στοιχείο, όπως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αποτελούσαν και οι δύο μέρη μιας κοινής κινητικής δραστηριότητας του οργανισμού. Σωματική αίσθηση και ψυχική διέγερση είναι ταυτόχρονα διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά ταυτόσημες ως προς μία κοινή λειτουργική αρχή. Έτσι ο Ράιχ συσχέτισε την ψυχική κατάσταση με την κίνηση της ενέργειας. Αυτή η διαλεκτική ταυτοσημία ήταν ο θεμέλιος λίθος της λειτουργικής συλλογιστικής.[2] Πλέον, ψυχικά φαινόμενα, όπως π.χ η λιμπιντική καθήλωση ενός παιδιού στη μητέρα, λογίζονταν ως έκφραση ενεργειακής λίμνασης του οργανισμού. Έτσι απλοποιήθηκε η κατανόηση της συγκινησιακής (ενεργειακής) ζωής, διότι ενοποιήθηκε με τις βιολογικές (υλικές) διεργασίες, με τις οποίες είναι ταυτόσημη και ταυτόχρονα αντίθετη σε ένα βαθύτερο, ενεργειακό επίπεδο.

Πρέπει να επισημάνουμε ξανά πως η ανάπτυξη της λειτουργικής συλλογιστικής τεχνικής ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων μελετών, παρατηρήσεων και πειραμάτων. Ο Ράιχ, όπως αναφέρθηκε στο πρώτο μέρος, ήταν μαθητής του Φρόιντ και θεωρούσε αρχικά (κατά την περίοδο 1919-1923) πως ανήκει στους κλασικούς φροϊδικούς ψυχαναλυτές. Τυπικά, η διαφοροποίηση του Ράιχ από τους κύκλους της ψυχανάλυσης έγινε το 1934 στο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας στη Λουκέρνη της Ελβετίας. Την περίοδο 1930-1939 διεξήγαγε τα περίφημα βιοηλεκτρικά πειράματα. Παρατήρησε, μετρώντας με ηλεκτρόδια το ηλεκτρικό δυναμικό στην επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, π.χ των ερωτογόνων ζωνών, πως όταν το υποκείμενο ένιωθε ευχάριστα συναισθήματα, π.χ ηδονή, το ηλεκτρικό δυναμικό αυξανόταν, ενώ όταν ένιωθε δυσάρεστα, π.χ άγχος, το ηλεκτρικό δυναμικό μειωνόταν. Αυτά τα πειράματα ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της οργονοθεραπείας ως ολοκληρωμένης θεραπευτικής τεχνικής αλλά και για την εξέλιξη του οργονομικού λειτουργισμού, καθώς και πειραματικά πλέον είχε καταφέρει να συνδέσει λειτουργικά την ποιότητα με την ποσότητα στη σφαίρα της συγκινησιακής ζωής.

Χρήστος Μερτζανάκης

[1] Σύμφωνα με την Ηρακλείτεια κοσμολογία, ο κόσμος είναι «πυρ αείζωον», δηλαδή ενέργεια που ανάβει και σβήνει κατά τα μέτρα που ορίζει ο Λόγος, ο ύψιστος νόμος του σύμπαντος. Τα πάντα είναι ουσία σε κίνηση, «τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά το αυτό μένειν», δεν υπάρχει στατικότητα, ενώ κίνηση και ενεργειακή διαδικασία είναι αχώριστες.

[2] «Τα ενάντια ταύτα», σύμφωνα με τη διαλεκτική του Ηράκλειτου. Δύο αντίθετες έννοιες είναι ταυτόχρονα ταυτόσημες ως προς την πηγή της αρχικής τους προέλευσης.

Κοινοποίηση